τηλεφωνητής

τηλεφωνητής
ο
θηλ. τηλεφωνήτρια
1. υπάλληλος που χειρίζεται τηλεφωνικό κέντρο.
2. «αυτόματος τηλεφωνητής», αυτόματη συσκευή που απαντά σε τηλεφωνικές κλήσεις όταν λείπουν οι ένοικοι ενός σπιτιού ή γραφείου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τηλεφωνητής — ο, θηλ. τηλεφωνήτρια, Ν 1. υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου που βοηθάει στη διεξαγωγή τής τηλεφωνικής επικοινωνίας 2. φρ. «αυτόματος τηλεφωνητής» συσκευή προσαρμοσμένη στην τηλεφωνική που δίνει σύντομη μαγνητοφωνημένη απάντηση σε κλήση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”